τιντίρισμα

τιντίρισμα
το, Ν
1. βουητό τών αφτιών
2. φρ. «μεταλλικό τιντίρισμα»
ιατρ. ακροαστικό εύρημα επί πνευμοθώρακα, με μεταλλική απήχηση, το οποίο παρομοιάζεται με τον ήχο σταγόνας που πέφτει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tintement «κωδωνισμός» < ρ. tinter (< λατ. tinnio «ηχώ, κουδουνίζω»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”